- αγαπημα
- ἀγάπημα-ατος (ᾰγᾰ) τό предмет любви
(ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἀ. Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἀ. Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀγάπημα — darling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγάπημα — το (Α ἀγάπημα) [ἀγαπῶ] νεοελλ. 1. στοργική διάθεση, αγάπη 2. συμφιλίωση αρχ. κάτι αξιαγάπητο … Dictionary of Greek
ἀγαπήματα — ἀγάπημα darling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… … Dictionary of Greek